Εν όψει των εθνικών εκλογών της 7ης Ιουλίου, η Αρχή Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων υπενθυμίζει τους κανόνες για τη διαχείριση προσωπικών δεδομένων μέσω τηλεφωνικών κλήσεων αλλά και SMS, MMS, email.
Τις τελευταίες εβδομάδες χιλιάδες πολίτες δέχονται καθημερινά μηνύματα από υποψήφιους βουλευτές. Η αρμόδια αρχή ξεκαθαρίζει σε ποιες περιπτώσεις είναι σύννομη η αποστολή τέτοιων μηνυμάτων καθώς και οι αυτόματες τηλεφωνικές κλήσεις με προ-ηχογραφημένο μήνυμα. Η Αρχή αναφέρει για την πολιτική επικοινωνία μέσω τηλεφωνικών κλήσεων με ανθρώπινη παρέμβαση ότι επιτρέπεται με τη συγκατάθεση των καλουμένων για την επεξεργασία των δεδομένων τους για το συγκεκριμένο σκοπό.
Ωστόσο οι κλήσεις πολιτικού περιεχομένου μέσω δημοσίων δικτύων επικοινωνιών που δεν είναι ηχογραφημένες επιτρέπονται και χωρίς συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός αν ο καλούμενος έχει προηγουμένως δηλώσει ότι δεν επιθυμεί να δέχεται τέτοιες κλήσεις (σύστημα «opt-out»).
Τι ισχύει όμως για την πολιτική επικοινωνία μέσω SMS, e-mail, και τα μηνύματα μέσω Viber, Facebook Messenger, Whatsapp καθώς και τα μαγνητοφωνημένα μηνύματα; Σύμφωνα με την Αρχή, αυτά επιτρέπονται μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
1) Tα στοιχεία επικοινωνίας έχουν αποκτηθεί νομίμως στο πλαίσιο προηγούμενης, παρόμοιας επαφής με τα υποκείμενα των δεδομένων, και το υποκείμενο κατά τη συλλογή των δεδομένων ενημερώθηκε για τη χρήση τους με σκοπό την πολιτική επικοινωνία και δεν εξέφρασε αντίρρηση για αυτή τη χρήση.
Η προηγούμενη επαφή δεν είναι απαραίτητο να έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, π.χ. είναι νόμιμη η αποστολή μηνυμάτων όταν τα στοιχεία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συλλέχθηκαν στο πλαίσιο προηγούμενης πρόσκλησης για συμμετοχή σε κάποια εκδήλωση ή δράση, ανεξαρτήτως του πολιτικού χαρακτήρα της. Αντίθετα, δεν είναι νόμιμη η χρήση των ηλεκτρονικών στοιχείων επικοινωνίας προς το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας όταν τα στοιχεία αυτά αποκτήθηκαν στο πλαίσιο επαγγελματικής σχέσης, όπως για παράδειγμα η χρήση του αρχείου πελατών από υποψήφιο βουλευτή.
2) O υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να ασκεί το δικαίωμα αντίρρησης με τρόπο εύκολο και σαφή, και αυτό σε κάθε μήνυμα πολιτικής επικοινωνίας.
Αναφορικά, με την πολιτική επικοινωνία μέσω των ΕΛΤΑ, η Αρχή επισημαίνει ότι νομική βάση μπορεί να αποτελέσει:
α) Η συγκατάθεση των υποκειμένων για την επεξεργασία δεδομένων τους για το συγκεκριμένο σκοπό και
β) Tο έννομο συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, εφόσον πρόκειται για απλά δεδομένα τα οποία προέρχονται από νόμιμες πηγές, δηλαδή, συλλέχθηκαν με νόμιμο τρόπο και η χρήση τους δεν είναι ασυμβίβαστη με το σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας.
Τέτοιες πηγές είναι οι δημόσια προσβάσιμοι κατάλογοι, τηλεφωνικοί (π.χ.: ο κατάλογος του ΟΤΕ), επαγγελματικοί κατάλογοι (π.χ.: ο Χρυσός Οδηγός), οι κατάλογοι εμπορικών εκθέσεων, καθώς και μητρώα που καθίστανται εκ του νόμου δημόσια προσβάσιμα.
Αντίθετα, δεν θεωρούνται δημόσια προσβάσιμοι κατάλογοι αυτοί που έχουν συγκροτηθεί χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ακόμα και αν είναι διαθέσιμοι μέσω του διαδικτύου (π.χ.: κατάλογοι με στοιχεία επικοινωνίας που έχουν συλλεχθεί χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων).
Οι εκλογικοί κατάλογοι αποτελούν νόμιμη πηγή υπό τις εξής προϋποθέσεις: Τα κόμματα λαμβάνουν πλήρη σειρά των εκλογικών καταλόγων, οι βουλευτές, ευρωβουλευτές, κάτοχοι αιρετών θέσεων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι υποψήφιοι λαμβάνουν απόσπασμα για την εκλογική περιφέρεια, στην οποία έχουν εκλεγεί ή είναι υποψήφιοι.
Οι κατάλογοι χορηγούνται αποκλειστικώς για εκλογική χρήση, ενώ η παραχώρηση και η χρήση τους για άλλο σκοπό ή από οποιονδήποτε τρίτο, απαγορεύεται.
Κατά συνέπεια,
α) Απαγορεύεται η διαβίβαση των εκλογικών καταλόγων ή των αποσπασμάτων τους σε τρίτα πρόσωπα και
β) Επιβάλλεται η καταστροφή τους σε εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο να μην υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά τη λήξη της προεκλογικής περιόδου.
Τέλος, η συγκατάθεση για πολιτική επικοινωνία πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν.