Η αποστολή διαφημιστικών μηνυμάτων μέσω εφαρμογών όπως το Viber, είναι μια νέα τάση στο marketing.
Η χρήση των εφαρμογών αυτών είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις νεότερες ομάδες πληθυσμού, που ως γνωστόν, αποτελούν ένα από τα πιο επιθυμητά target groups μοντέρνων προϊόντων και υπηρεσιών.
Είναι όμως νόμιμη η αποστολή τέτοιων μηνυμάτων και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Η πρόσφατη απόφαση υπ’ αριθ. 66/2018 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ασχολήθηκε με το ζήτημα. Πρόκειται μάλιστα, για την πρώτη απόφαση που εφάρμοσε τον GDPR στην χώρα μας. Η περίπτωση που απασχόλησε την Αρχή, ήταν η αποστολή μέσω της εφαρμογής Viber ενός προωθητικού μηνύματος επιχείρησης , που όπως και πολλές άλλες, προσπάθησε στις 24-5-2018, μια μέρα πριν τη θέση σε ισχύ του GDPR, να αποκτήσει την πολυπόθητη συγκατάθεση. Το μήνυμα ακολούθησε την τακτική της «υποβολής», με το γνωστό λεκτικό των ημερών εκείνων «ευχαριστούμε για τη συγκατάθεση σας», που όμως δεν είχε δοθεί ποτέ-κατά τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος και τα όσα δέχθηκε η Αρχή στην απόφαση της.
Τα ζητήματα που τέθηκαν στην περίπτωση αυτή ήταν αφενός αν δικαιούταν η επιχείρηση να αποστείλει το μήνυμα αυτό στον καταγγέλλοντα, του οποίου είχε ήδη τον αριθμό τηλεφώνου, αφού είχε υπάρξει πελάτης της και αφετέρου με ποια νομική βάση θα μπορούσε να το κάνει.
Η Αρχή έκρινε ότι η εφαρμογή Viber αποτελεί υπηρεσία της Κοινωνίας της Πληροφορίας , όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 περ. 25 του ΓΚΠΔ και όχι υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Συνεπώς, η εξέταση της νομιμότητας της αποστολής του εν λόγω μηνύματος της 24/5/2018 πρέπει να γίνει με βάση τις διατάξεις του ν. 2472/1997, ενώ η μετά τις 25/5/2018 τήρηση και χρήση του αριθμού τηλεφώνου για διαφημιστικό σκοπό και η ισχύς τυχόν συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων κρίνεται με βάση τις διατάξεις του ΓΚΠΔ.
Νομική βάση της επεξεργασίας του αριθμού του τηλεφώνου του καταγγέλλοντα, θα μπορούσε να είναι είτε η συγκατάθεση, εξεταζόμενη για την εγκυρότητα της υπό τις προϋποθέσεις του Ν. 2472/97 αρχικά και του ΓΚΠΔ στη συνέχεια, είτε το υπέρτερο έννομο συμφέρον της επιχείρησης, που όμως στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να πληροί τουλάχιστον τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 3 του 3471/2006, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποστολή τέτοιων μηνυμάτων ομοιάζει πολύ με την αποστολή μηνυμάτων SMS σε δημόσια δίκτυα τηλεφωνίας.
Συνακόλουθα, παρά το γεγονός ότι η συλλογή του αριθμού του τηλεφώνου του καταγγέλλοντα έγινε στα πλαίσια συναλλαγής του με την επιχείρηση, η χρήση αυτού, ως προσωπικού του δεδομένου, με την αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος και εν συνεχεία η διατήρηση του για την μελλοντική αποστολή και άλλων διαφημιστικών μηνυμάτων , κρίθηκε ως μη νόμιμη επεξεργασία. Κι αυτό διότι η επιχείρηση δεν τον είχε ενημερώσει -ως όφειλε- ήδη κατά τη στιγμή της συλλογής, ότι αυτό θα χρησιμοποιηθεί για περαιτέρω σκοπούς και μάλιστα προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών. Επομένως, δεν λήφθηκε συγκατάθεση του για τέτοια χρήση , ούτε υπό την ισχύ του Ν. 2472/97, όταν και έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του στην επιχείρηση, ούτε όμως –όπως ισχυρίστηκε η επιχείρηση-μέσω των «τεσσάρων σταδίων» της υπηρεσίας Viber Business , διά των οποίων ερωτάται ο λήπτης αν επιθυμεί την παραλαβή μηνυμάτων από τον συγκεκριμένο αποστολέα, χωρίς να γνωρίζει ότι την ίδια στιγμή που θα αποδεχτεί θα παραλάβει ταυτόχρονα και διαφημιστικό μήνυμα και όχι μήνυμα που μπορεί να εξυπηρετεί τη σχέση πελάτη-επιχείρησης. Πολύ περισσότερο βέβαια, δεν λήφθηκε συγκατάθεση του σύμφωνα με τις προβλέψεις του GDPR.
Θα πρέπει να προσθέσουμε στα παραπάνω, ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία του Viber παρέχει σε επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αποστέλλουν μηνύματα σε παραλήπτες που αποτελούν «αφοσιωμένο κοινό τους», από τους οποίους έχουν ήδη λάβει νωρίτερα με άλλο τρόπο (έγκυρη) συγκατάθεση για την παραλαβή τους. Παρέχει επίσης στους χρήστες της, τη δυνατότητα εύκολης απεγγραφής οποιαδήποτε στιγμή από την παραλαβή τέτοιων μηνυμάτων, είτε στο σύνολο τους, είτε από συγκεκριμένες επιχειρήσεις κατ’ ελεύθερη επιλογή του χρήση, με διάφορους απλούς τρόπους. Δεν επικαλείται όμως, ούτε υπόσχεται ότι συλλέγει ηλεκτρονικά συγκατάθεση για λογαριασμό των διαφημιζομένων και μάλιστα με τους τρόπους που έχουν καθοριστεί στην Ελλάδα από το Ν. 3471/2006 και την σχετική Οδηγία 2/2011 της Αρχής και πανευρωπαϊκά με την Οδηγία 2002/58 και τους εθνικούς κατά τόπους εφαρμοστικούς της νόμους.
Η Αρχή, έκρινε ότι υπήρξε παράβαση τόσο του Ν. 2472/97 , όσο και του GDPR, με το σκεπτικό ότι η επιχείρηση εφάρμοσε την εν λόγω διαδικασία αποστολής μηνύματος προκειμένου να λάβει συγκατάθεση η οποία θα ήταν εν ισχύ και μετά τις 25/5/2018 και χωρίς να διαχωρίσει την επιβολή ποινής αναλόγως του χρόνου της παράβασης, εφάρμοσε για το σύνολο της το άρθρο 58 παρ. 2α του GDPR, επιβάλλοντας επίπληξη στην καταγγελλόμενη επιχείρηση, συνεκτιμώντας την (χαμηλή) βαρύτητα της παράβασης και το γεγονός ότι δεν υπήρξε άλλο παράπονο εναντίον της.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση 66/2018 εδώ